- στοκ
- το, Νάκλ. απόθεμα διαθέσιμων εμπορευμάτων, προϊόντων και οποιωνδήποτε άλλων ειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stock].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στοκ — το άκλ. (λ. αγγλ.), απόθεμα εμπορευμάτων: Έμειναν στοκ πολλά βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στοκ-ον-Τρεντ — (Stoke on Trent). Πόλη της Μεγάλης Βρετανίας στην κομητεία Στάφορντ στην Αγγλία ΒΔ του Μπίρμιγχαμ στον ποταμό Τρεντ (246.800 κάτ.). Η περιοχή είναι πλούσια σε κοιτάσματα άνθρακα και η πόλη είναι κέντρο επεξεργασίας μεταλλευμάτων (σίδηρος, χαλκός… … Dictionary of Greek
βοράνια ή υβρίδια του βορίου — Δισθενείς ενώσεις του βορίου με υδρογόνο, τις οποίες παίρνουμε με επεξεργασία του βοριούχου μαγνησίου με υδροχλωρικό οξύ. Η απλούστερη από τις ενώσεις αυτές, το διβοράνιο (Β2Η6), είναι αέριο· τα επόμενα μέλη, τα οποία περιέχουν από τέσσερα μέχρι… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Στάφορντ — (Stafford). Πόλη της Μεγάλης Βρετανίας πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (55.000 κάτ.) στον ποταμό Σόου. Είναι βιομηχανικό κέντρο με αναπτυγμένη σιδηρουργία, μηχανικές κατασκευές, χημικά προϊόντα, καλτσοβιομηχανία και χαρτοβιομηχανία. Η κομητεία… … Dictionary of Greek